- χαρτοβιομήχανος
- ο, Νιδιοκτήτης χαρτοβιομηχανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτί + βιομήχανος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μηχανή — I Με γενική έννοια μ. είναι κάθε διάταξη κατάλληλη να εκμεταλλεύεται μια ορισμένη μορφή ενέργειας για να επιτελέσει ένα έργο ή για να τη μετατρέψει σε μια άλλη μορφή ενέργειας. Οι μ. που συνήθως ονομάζονται απλές (μοχλός, σκοινί, κεκλιμένο… … Dictionary of Greek
χαρτοβιομηχανία — η, Ν η βιομηχανία παραγωγής χαρτιού και χάρτινων ειδών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτοβιομήχανος. Η λ. μαρτυρείται από το 1892 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek
χαρτοβιομηχανικός — ή, ό, Ν [χαρτοβιομήχανος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη χαρτοβιομηχανία και στον χαρτοβιομήχανο … Dictionary of Greek